μαρμαίρουσα

μαρμαίρουσα
μαρμαίρω
flash
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφορίδες — Οικογένεια ψαριών της τάξης των κυπρινομόρφων. Ονομάζονται έτσι εξαιτίας της δυνατότητας που έχουν να παράγουν ηλεκτρισμό έντασης 100 ή και περισσοτέρων V. Η ηλεκτρική πηγή των ψαριών αυτών βρίσκεται πίσω από τα μάτια τους και αποτελείται από μια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”